μήτης

μήτης
μή̱της , μῆτις
wisdom
fem nom/voc pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μήτης — Μήτη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακομήτης — κακομήτης, ὁ (Α) κακομηδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μητης (< μῆτις «ευφυΐα, πανουργία, τέχνασμα), πρβλ. αγκυλο μήτης, αιμυλο μήτης] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλομήτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Οδυσσέως, τού Διός και τού Ερμού) αυτός που σκέπτεται ή μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, πολυμήχανος, επινοητικός, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μήτης (< μῆτις «σκέψη, σοφία»), πρβλ. αγκυλο μήτης] …   Dictionary of Greek

  • πολυμήτης — ὁ, Α ο πολύμητις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μήτης (< μῆτις «ευφυΐα, πανουργία, τέχνασμα»), πρβλ. κακο μήτης] …   Dictionary of Greek

  • συνεπιθυμητής — συνεπιθῡμητής , συνεπιθῡμητής one of the same desires masc nom sg συνεπιθυμητής one of the same desires masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • РЕЯ —    • Rhea, Cybĕle,          ΄Ρέα, ΄Ρεία, Κυβέλη, дочь Урана и Геи, сестра Океана, Кэя, Крея, Гипериона, Япета, Кроноса, Феи, Фемиды и Мнемозины, супруга Кроноса, была великой матерью богов (Μήτης, Μεγάλη θεά, Magna mater), матерью олимпийского… …   Реальный словарь классических древностей

  • αιμυλομήτης — αἱμυλομήτης ( ου), ο (Α) αυτός που μεταχειρίζεται δολερά τεχνάσματα, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱμύλος* + μήτης < μῆτις «ευφυΐα, πανουργία, τέχνασμα»] …   Dictionary of Greek

  • αιμύλος — αἱμύλος, η, ον και ος, ον (Α) 1. (συνήθως για λέξεις, λόγια κ.λπ.) κολακευτικός, θελκτικός, χαριτωμένος 2. (για ανθρώπους) δόλιος, πανούργος 3. με την προηγούμενη σημασία στον Αριστοφ. για την αλεπού (πρβλ. νεοελλ. φρ. «είναι αλεπού», δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • αιπυμήτης — αἰπυμήτης, ο (Α) αυτός που κάνει μεγάλες σκέψεις, που έχει υψηλές ιδέες, υψηλό φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰπύς* + μήτης < μῆτις «σοφία σύνεση») …   Dictionary of Greek

  • αιπύς — αἰπύς, εῑα, ύ (Α) 1. ψηλός, απόκρημνος 2. (για τον θάνατο) αυτός που εφορμά από ψηλά, ορμητικός, βίαιος 3. ολοσχερής, ολοκληρωτικός, πλήρης, τέλειος, οξύς 4. (για πάθη) φλογερός, δυνατός 5. στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”